- τρίβαξ
- -ακος, ὁ, ἡ, Αέμπειρος, πεπειραμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω* + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. μεῖρ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίβαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβάκων — τρίβαξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβακος — τρίβαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβαξι — τρίβαξ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRIBAX — apud Plautum,Mostellar. Tribaces viri, unde trebacissimus senex, apud Sidonium, l. 1. Ep. 11. exercitatus est, usu tritus et in negotiis multum versatus, ex Graeco τρίβαξ, aliter τρίβων. Vide Savaronem et Sirmondum ad Sidomum, nec non Salmas. ad… … Hofmann J. Lexicon universale
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek